Sunday 21 December 2014

Κουραμπιέδες

- Ρε φιλούιν μου, εβούττησες μέσα στην κόκα στους κουραμπιέδες τζιαι ήρτες μου ολόασπρος τζιαι hyper να κάμεις μάθημα;
- Ναί κυρία, πώθεν το εκατάλαβες;



- Αν το'βρεις! Εν σε κανεί η φυσική υπερκινητικότητά σου, ήρτες μου τζιαι ντομπαρισμένος. Τζιαι γαμώ το μάθημα σήμερα! Ε, φαίνεται μάνα μου! Έλα καθρέφτη να δεις.
- Χαχαχα...... κυρία ένταλως είμαι έτσι;
- Κυρίκshικshιν τζιαι οκτωβρούες! Πάμε στην τουαλέττα να σε ποτινάξω τζιαι να πλυθούμε, να μεν κάμεις τα βιβλία σου μαύρα τζιαι σκοτεινά!
- Άσπρα κυρία!
- Ζαχαρένια τζιαι να σου τα ταίσω πέρκει μάθεις τίποτε τζιαι να κολληtchιάσουμεν!
- Εβούραν η μάμμα μου να πάει στο Jumbo, είshιεν κίνησην πολλή τζιαι απλά εφώναζέν μου, εν επρόλαβα να καθαριστώ.
- Εν πειράζει μάνα μου, ήταν για να γελάσουμεν, να σε καθαρίσω θκυό ππαλιές!
- Επήρα τους πούλουκκους μου στους φτωχούς σήμερα!
- Μπράβο Casper μου, you are a friendly ghost!
- Έχουμεν χάζι σήμερα!
- Εν οι κουραμπιέδες που φταίν! Επήρες τζιαι τίποτε άλλο στους .... φτωχούς;
- Όι, έπρεπε να πάει η μάμα μου Jumbo να μου πιάσει  Nerf τζιαι Furby, που εννα μου φέρει ο Άγιος Βασίλης τζιαι πράματα για το σπίτι μας.
- Ποιοι εν οι φτωχοί, ξέρεις;
- Εν κάτι μωρά στο σχολείο που εν πολλά φτωχά, εν έχουν παιχνίδια.
- Φτωχοί αγόρι μου στη μπούγκα, εν οι άνθρωποι που εν έχουν να φαν, εν έχουν γάλα τζιαι ψωμί, τα ψυγεία τους εν όφκερα τζιαι η ηλεκτρική έκοψέν τους το ρεύμα. Εν έχουν σόπα σπίτι να βράζουν. Εν τρων το μεσημέρι, για να φαν τα κοπελλούθκια τους. Εν μπορούν να παν στο Jumbo να αγοράσουν παιχνίθκια τζιαι πράματα για το σπίτι τους, εν τους κόφτει να στολίσουν τζιαι να στολιστούν. Θυμάσαι τη συμμαθήτρια σου που ελιποθύμησεν στο σχολείο;
- Τη Βουλγάρα;
- Όπωθθεν θέλει ας ήταν. Τελικά ελιποθύμησεν που την πείνα, γιατί το σάντουιtch που της εδίαν το σχολείο, εφύλαέν το για τη μάμα της, που εδούλευκεν πολλές ώρες τζιαι εν έτρωεν τίποτε.
- Είπεν μας το μετά η δασκάλα. Αν το'ξερα ήταν να της δώκω ένα κουραμπιέ που έφερα να κεράσω τη δασκάλα μου! Εσταμάτησε να έρκεται σχολείο τωρά!
- Τί να σας πει; Ότι πεινά; Ότι η μάνα της εν μόνη της τζιαι δουλεύκει μέρα-νύκτα τζιαι εν έχουν φαί στο σπίτι, όταν εσείς μιλάτε για το καινούριο σας I-Pad τζιαι μαλλώνεται για σβούρες με τέρατα; Τζιαι είπα σου να μεν ανταλλάξεις τζιείνην την σβούραν με τον δαίμονα πάνω, ήταν η αγαπημένη μου!
- Αντάλλαξά την με 3 σβούρες τζιαι έναν πάτσο τζιείνην!
- Πάλε καλά! Ξέρεις ότι στα παλιά τα χρόνια, οι άνθρωποι επειδή εν είχαν λεφτά, είshιεν πολέμους τζιαι πείναν, εν είχαν ζαχαρωτά τζιαι κουραμπιέδες; Ετρώαν μόνο κάθε Χριστούγεννα τζιαι Πάσχα καρόττα τζιαι γλυκοπατάτες, που ήταν βουττημένα σε πάγο, περασμένα σε ξυλούιν.


- Γιάξ!
- Ήταν πολλά χαρούμενα! Όσοι είχαν τζιαι ζάχαρην, εβουττούσαν το καλήν ώρα, όπως εβούττησες εσύ στους κουραμπιέδες. Φτωχοί στην καρδίαν είμαστε εμείς, που εν ικανοποιούμαστεν με τίποτε, που νοιαζούμαστε για βλακείες τζιαι η έννοια μας εν το Jumbo, τα στολίθκια, τα φαγιά τζιαι τα δώρα.
- Δηλαδή τα πουλουκκούθκια που εν έθελα, εν ήταν καλά;
- Ήταν καλά, αλλά κανένας εν χορτάνει με τα πουλουκκούθκια. Εσύ πόσους κουραμπιέδες έφαες πριν έρτεις;
- 5!
- Φάουσαν! Θέλεις να γίνεις πλούσιος;
- Καλό!
- Καλάθκια! Άκου καλά τζιαι θα'σαι ο αρχηγός! Θα κάμουμε μια λίστα με όσα μωρά που ξέρουμεν που εν "φτωχά", όπως λαλείς, τζιαι θα γίνουμε Άγιοι Βασίλιδες! Θα νεκατώσω τζιαι κάτι ιδρύματα που ξέρω τζιαι θα τους κάμουμε Χριστούγεννα. Μέσα;
- Ναίαιαιαιιιι! Εννα με φορεί η καμινάδα;
- Ας μεν έτρωες τόσους κουραμπιέδες! Άκου καλά! Εν θα ντυθούμεν Άγιοι Βασίλιδες που τα καλά, ούτε εννα πάμε που την καμινάδα. Θα μαζέψουμε τρόφιμα, παιχνίθκια, ρούχα τζιαι θα πληρώσουμε το ρεύμα, με τη βοήθεια του μεγάλου Άγιου Βασίλη. Εσύ θα μου δώκεις κάποια ονόματα τζιαι θα βοηθάς στο πακεττάρισμα τζιαι στο κουβάλημα. Θα φάεις αλλό κανέναν κουραμπιέ τζιαι εννα σώννεις. Πάω να το πω στη μάνα σου.
- Θκύο κουραμπιέδες!
- Όσους θέλεις λεβέντη μου!
- Τζιαι μάθημα;
- Ποιος το shιέζει το μάθημα. Τούτον εν το μάθημά σου σήμερα!

Tuesday 16 December 2014

Γνωρίζοντας τα Στρουμφάκια

Μια φορά τζιαι θκυο τζιαιρούς, σε μια μακρινή φανταστική χώρα ζούσαν τα Στρουμφάκια: κάτι μπλε μικροκαμωμένα ανθρωπούθκια, που εφορούσαν ούλλα τα ίδια ρούχα τζιαι εζούσαν χαρούμενα τζιαι ευτυχισμένα σε ένα κοινόβιο, κάπου μέσα στο δάσος της φανταστικής χώρας.

Τα σπιτάκια τους ήταν μέσα σε μανιτάρκα τζιαι ήταν ούλλοι αρσενιτζιοί, φαντάζεσαι αλλαξοκωλιές που εππέφταν... Όσον τζιαι να πεις, εν δύσκολο να ζεις μόνο με ανθρωπούθκια μπλε του ίδιου φύλου. Τέλος πάντων, εβολεύκουνταν.

Ο αρχηγός των μικρών μπλε πλασμάτων, ήταν ένας πορνόγερος Ρώσσος γραμματιζούμενος, που λόγω σέβας για το μεγάλο της ηλικίας του και της χαμηλής επίδοσής συμπαράστασης στο σπάρκωμα, ψηφίστηκε αρχηγός. Για να ξεχωρίζει, άφηκεν μούσιν τζιαι εφόρεν κόtchινα ρούχα, γιατί ήταν κουμμουνιστής τζιαι επίστευκεν στη συλλογικότητα: τα πάντα μοιράζει και σε μιαν αμεσοδημοκρατική κοινότητα, χωρίς κοινωνικές τάξεις. Αλλά τζιείνος θα ήταν ο αρχηγός, οκ με δικαίωμα ψήφου τζιαι η πλειοψηφία να κερδίζει. Ελαλούσαν τον Μπαμπαστρούμφ. Αν τζιαι άθεος, εξωμολόαν τους μέσα-μέσα τζιαι έκαμνεν τους τζιαι κανένα κύρηγμα για να τους έshιει αγαπημένους, με benefits στο σκύψε ευλογημένο. Εχώρισεν τζιαι το χωρκόν σε Πάνω τζιαι Κάτω Στρουμφοχώριν. Εβάφτισέν τους θέμας για να τους ξεχωρίζει, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους, που βάσει τούτου εκάμναν τζιαι που μια συγκεκριμένη δουλειά, να περνούν ως πάρατζιει. Τα ονόματά τους ήταν λλίο ππουshτίσιμα, αλλά δεν βαριέσαι σκέφτηκε, είμαστε όλοι αδέρφια, θέλουμε τζιαι λλήν τσαχπινιά τζιαι χαριτωμενιά δαμέ στα ανάθεμα που ζιούμε μανιshίοι μας.

Ο ένας ήταν ο Σπιρτούλης, ήταν σπίρτο shιονοτόν, είχαν τον απλά για εργατικά χέρια, αλλά ήταν άψε σβήσε. Ήταν τζιαι το κόζιν του χωρκού, ο παshιαμάς, έσυρνε μαλακίες να χαχανίζουν. Είχαν τον τζιαι για entertainment. Ο άλλος ήταν ο Ξεφτέρης: είshιεν ένα μολύβι πάνω στ’ αυτί του, αλλά εν ήταν πελεκάνος. Ήταν πολυμήχανος μηχανικός, σπουδασμένος στην Ιαπωνία. Έκαμεν τζιαι ρομπότ μόνος του, να τους βοηθά στο νοικοτζυρκόν. Είχαν τζιαι τον Μάειρα, αλλά ήταν λλίον αχάπαρος τζιαι γλυκο ..... δόντης, που μόνο γλυκά έκαμνεν. Υπήρχεν τζιαι ένας καταϊshεμμένος μουσικός, ο Ντορεμής, που δυστυχώς  μόνο τούντες νότες έφκαλλεν πάνω στην παλιόκαshια την ντρομπέττα του, εξού τζιαι το ονοματάκι (Ε, αφού εν έπαιζεν καλά την .... ντρομπέττα του)! Τζιαι ένας ττακκουρημένος, λάγνος ζωγράφος, ο Λουλλούκκος,  που ποττέ εν είshιεν έμπνευση, τάχα επήαινε στο δάσος να την έβρει, αλλά έρκετουν πίσω ποκαπνιστός τζιαι εζωγράφιζεν σύννεφα .  Άμα ήταν πολλά high επαρέσυρεν τους αθώους σε όργια, με φιλοσοφικές ανθρωπολογικές συζητήσεις. Ξέρεις τί έκαμνεν στο δάσος (!) αλλά μόνο τζιαμέ εμπόρεν, γιατί αν το εμάθαινεν ο Μπαμπαστρούμφ ήταν να κάτσει πάνω. Η «Λούλλα» του χωρκού όμως, ήταν ο Μελένιος. Το μότο του ήταν : «Τα κάνω όλα, μετά τις 2!». Εκυκλοφόραν με ένα γαρύφαλλο στ’αυτί τζιαι εκτελούσεν τζιαι καθήκοντα στυλίστα, άμα εν ήταν απασχολημένος με το να θωρεί τη φάτσα του στες λάντες. 

Υπήρχεν τζιαι ο Κηπουρός που ήταν πολλά macho βιλλάς τζιαι εν εκάθετουν σε κανέναν, ούτε ασχολείτου με κανέναν τους. Το μόνο που τον έκοφτεν ήταν οι καλλιέργειές του, για να παρέχει τροφή στην κοινότητα  τζιαι να σκάφτει κρυφό τούνελ πέρκει φύει μια μέρα που τζιειμέσα, έχοντας τους ούλλους γραμμένους στα .... λάχανά του! Είshιεν ακόμα έναν macho τύπο τατουαζάκια, τον Προκόπη, που ήταν πολλά προκομμένος, εβοήθαν τους ούλλους να φτυχούν τζιαι επειδή εν εγούσταρε πάρκια με ούζα, ούτε πισωγυρίσματα, εκτονώνετουν στα sports. Σε περίπτωσην ανάγκης, έδινε όμως κανένα χεράκι βοηθείας!



Είshιεν τζιαι άλλους που ο Μπαμπαστρούμφ τους είshιεν απλά για γεμωshιάν, αλλά εντα να κάμει, εκράτησέν τους για εθνική άμυνα, να εν τα δολώματα σε περίπτωσην μανιταροπολέμου. Ήταν ο ανεπρόκοπος ο Σκουντούφλης, που εν τον εκάνεν η ατσαλοσύνη του, εν επιάναν με τα shιέρκα του. Κάθε τρεις τζιαι λλίον επήαινεν τζιαι εκουτσούφλαν σε ότι εβρίσκεν ομπρός του, προκαλώντας ζημιές στην κοινότητα. Ήταν τζιαι ο Χαχανούλης, που τον εφωνάζαν Χάχα, γιατί εχασκογέλαν ούλλην την ώρα τζιαι για να τους εκδικηθεί έκαμνεν τους pranks με candid camera, που τις έκαμνε broadcasting στο νυχτερινό σινεμά του χωρκού.  Είχαν τζιαι ένα βρωμόshιοιρον που η μασέλλα του εν εδίαν παμόν, τον Λιχούδη. Πάντα ήταν μπουκκωμένος με κάτι.  Ο Μπαμπαστρούμφ ανυσηχούσε για ενδείξεις παχυσαρκίας και νυμφομανίας, έτσι κάθε μέρα ευλοούσεν τον με ένα κλωνί λαψάνας, που μετά ο Λιχούδης έτρωέν το με τ’αυκά. Ήταν τζιαι ο Γκρινιάρης, «του τη δίνει ο ένας, του τη δίνει ο άλλος», εβαρέθηκεν να τρώει ούλλον..... μακαρούνια, τζιαι έγινεν ιδιότροπος, εκκεντρικός, το πνεύμα της αντιλογίας. Ήταν τζιαι μαζόχας, γιατί εν έφευκε αλλά εκάθετουν πας τα τζιέρρατα των υπολοίπων, έτσι για να τους τη σπάζει. Είχαν τζιαι το Χουζούρη. Tούτος ήταν ο τουρίστας του χωρκού, ο κουρουshμάς. Άπλωθεν ούλλη μέρα ζάμπαν τζιαι ήταν σε camping mode 24/7. Άκουεν reggae ττάππον, καπνίζοντας κανναούριν κρυφά άμα οι άλλοι εδουλεύκαν, που ετραμπάρισκεν που το Λουλλούκκο. Αν δεν εποτζιοιμάτουν στην αιώραν του τζιαι είshιεν καμιά καύλα, ετράβαν τους τζιαι καμιάν ..... φωτογραφίαν, έτσι  για ενθύμιον.


Έξω που το Στρουμφοχώριν, υπήρχε ένας δαιμόνιος αποτυχημένος σάγλης τζιαι άλουτος μάγος, ο Δρακουμέλ, με ένα χτιτζιόν φτείρικο καττούιν, την Ψιψινέλ, που τον εφοάτουν, αλλά είshιεν τον ανάγκη να της σύρνει τίποτε να μεν της ππέφτει το αρφάλιν. Ο Δρακουμέλ, επήρεν πρέφα το Στρουμφοχώριν τζιαι επειδή ήταν φτωχός τζιαι έθελεν ανέλιξην, εθυμήθηκεν ένα ξόρκι που άμα του βάλεις μέσα μιtchιά μπλε ανθωπούθκια, γίνουνται χρυσός. Έτσι κάθεν τρεις τζιαι λλίον εκατέστρωνεν σχέδια να συνάξει Στρουφούθκια να κάμει την τηανιά του.
Ένα αποτυχημένο σχέδιο ήταν να κάμει ένα θυληκό Στρουμφάκι κατάσκοπο, να μπει στο Στρουμφοχώριν τζιαι να διά πληροφορίες, πάση θυσία, αν εχρειάζετουν να τους κάτσει θέμας. Έτσι έκαμε με ξόρκι, τη Στρουμπίτα, αλλά εφκύκεν του λλίο κάshια, ζαομουνταρισμένη, με κορακί ακτένιστο μαλλί. Στην αστοshιάν όμως, θα ήταν καλό τζιαι το χαλάζιν, εσκέφτηκε!



Όταν έκαμε ντού στο χωρκόν το στοιshιόν του λάκκου, εφοηθήκαν τόσο πολλά τα Στρουμφάκια που εκλειωθήκαν μέσα στα μανιταρόσπιτά τους τζιαι εν εφκαίναν. Ο Μπαμπαστρούμφ, εν άντεχεν άλλο τα πουττιλλίκια τους, ήταν να ππέσει πείνα τζιαι καμιά πανούκλα με την τάτσα να κυκλοφορά σαν την Πελλομαλλού μες το χωρκόν, τζιαι εθυμήθηκεν τες παλίες του τέγνες στη Ρωσία - έβλεπεν τζιαι πολλήν Harry Potter - έτσι είπεν να κάμει τζιαι τζιείνος κανένα ξόρκι πέρκει κάτσει. Έπιασε magic mushrooms σαν κύριο συστατικό, μια πουτσότριχα που τον καθένα τους, τες αχρησιμοποίητες πογιές του Λουλλούκκου τζιαι oxygène που το Μελένιο, έκαμέν τα αϊράνιν, είπεν «Coloportus» τζιαι έλουσέν της τα πουπάνω. Η Στρουμπίτα μεταμορφώθηκε σε μια ξανθιά μουννίτσα με καμπύλες, λλίο φτανήν, αλλά πρόσχαρη, χαζό παιδί-χαρά γεμάτο. Άμπα τζιαι εστραωθήκαν το θαύμα, ετρέξαν τα σάλια τους ούλλους τζιαι ανοίξαν τες πόρτες των σπιθκιών τζιαι της καρκιάς τους για το ππαλαζούιν. Ο Μπαμπαστρούμφ άλλαξέν της το όνομα σε πιο σεμνό, τζιαι εφωνάζαν την Στρουμφίτα. Έκαμεν της πρόταση να μείνει στο χωρκό με αντάλλαγμα το κορμί της. Τζιείνη εδέκτηκε τζιαι εμείνισκεν με το Μελένιο που εγίναν κολλητές, τζιαι μετά τες δύο επιάναν βάρδιες. Ήταν ούλλοι χαρούμενοι, εν εθέλαν τίποτε άλλο που τη ζωή τους.


Built for pleasure!
Ήρτεν τζιαι ένα μωρό να ολοκληρώσει την ευτυχία τους, που το εφωνάζαν Μωρό-Στρούμφ. Ο Μπαμπαστρούμφ είπεν τους πως το έφερεν ο πελαργός τζιαι επιστέψαν το τα βούρλα. Στην πραγματικότητα, ήταν το εξώγαμο, αγνώστου πατρος μπασταρτούιν της Στρουμφίτας, αλλά επειδή έχασε τον λοαρκασμό η φτωshιή, ανέλαβε ο Μπαμπαστρούμφ να επιβάλει τάξη και ηθική στο χωρκό. Οι φήμες λαλούν ότι εν του Δρακουμέλ, γιατί είshιεν τη μούττην του, αλλά εν εδέχετουν ο Μπαμπαστρούμφ ότι το ξανθό μάννα εξ’μανιταρκού, εξεπόρτιζεν που το χωρκόν τζιαι έκαμνεν βίζιτες. Άλλες κακές φήμες, λαλούν ότι εν του Λουλλούκκου, γιατί ως αδυφάγος, λάγνος και πανηδονιστής καλλιτέχνης επ’αορίστου τέχνης, εγώνιαζέν την παραπάνω που τους άλλους, τάχα να την κάμει μοτέλλο τζιαι να τη ζωγραφίζει γυμνή μέσα στο δάσος, γιατί ήβρεν τη μούσα του τζιαι τη χαμένη του έμπνευση. Κανένας εν ηξέρει τί εκάμναν τόσες ώρες κάθε μέρα, μέσα στο δάσος..............

Όπως τζιαι να έshιει, έζησαν αυτοί καλά, χεσμένο τον είχαν το Δρακουμέλ, και ‘μεις καλύτερα.
Αυτή είναι η πραγματική ιστορία των Στρουμφακίων με όλα τα παραληπώμενα, που η λογοκρισία απαγόρευσε να δούμε στις οθόνες μας που ήμασταν μικροί, πιθανόν για ευνόητους λόγους!

Πολλοί υποστηρίζουν πως η καρτουνίστικη αυτή ιστορία είναι βασισμένη στον κουμμουνισμό, με κρυφά μυνήματα : (α) Φοράνε όλοι τις ίδιες στολές (β) Δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, μόνο ένας αρχηγός (γ) Είναι κοινόβια ζωή, χωρίς ιδιοτική περιουσία, όλα μοιράζονται ακόμα και η Στρουμφίτα (δ) Ο καθένας στο επάγγελμά του, βάσει των δυνατοτήτων του και (ε) Ο Δρακουμέλ και ο Λιχούδης, είναι εκπρόσωποι του καπιταλισμού. Το κρυφό μήνυμα – Κεντρική Ιδέα: Δεν θα περά-δεν θα περάσει ο καπιταλισμός! Δευτερεύουσα Ιδέα: Η προσαρμογή της διαφορετικότητας (εδώ χαρακτήρων), για το κοινό ώφελος!

Εγώ πιστεύω πως ο Βέλγος καρτουνίστας Πεϊό, εφευρέτης αυτής της θεσπέσιας ιστορίας, έτρωεν magic mushrooms τζιαι εθώρεν μπλε ανθρωπούθκια. Μια μέρα που το παράshιεσε με τα magic mushrooms τζιαι έπιαν τον ατέλειωτο κοψίδι, καθώς έκαμνε download για ώρες στην τουαλέττα, αποφάσισε να γράψει αυτά που μόνο αυτός έβλεπε, για να μείνουν στην ιστορία  ............
Κοινώς: Πούτσες μπλε!

*Appendix: Apologies to my friend Grouchy Ouff (has nothing to do with you) 
& many thanks to my army partner Pikris for inspiration and consultation!

Thursday 4 December 2014

Ωδή στη Λεμεσό

Όι εν έγινε κάτι τραγικό στη Λεμεσό .... πάλε, δαμέ έναιν μπλογκ δημοσιογραφίας.

Πε τζιαι να πεις, έπεισες με ατιμούτσικο, να σου γράφω πιο δικά μου πράματα τελευταίως. Για να δεις ρε πόσο φρόνιμο σατανούιν είμαι τζιαι κρόννουμαι ..............

Να σου πω την αλήθκεια, είμαι drama queen τελευταίως, πέρκει πιάω τζιαι 'γω κανένα Όσκαρ πριν τα συνάξει τζιείνη η πούττα η Malificent. Εν το φεγγάρι, εν η αζούλα τζιαι το αμάτι τους στον κώλο τους, εν ο τρόπος ζωής μου που εν πολλά δύσκολος, εν η ίδια η ζωή που πάντα τα'χει μ'άλλον, εν λλιο που ούλλα ...... οι συγκυρίες ανάγκασαν το Τριολούιν σου να μετακομίσει Λευκωσία!

Θέλω να σου πώ πως έγινα η Άννα η Βίshιη : Παραλύυυυω, σαν να πηγαίνω πρώτη μέρα στο σχολείο .......  Ά-γαπησά την που καρκιάς άμμα ενκαι χά-ρηκάαα την ......... Μα θέλω να ξερεις πως για σέεενα είμαι σκόοοονη με χώμα ...... Αμόρε αμόρε, ναί μωρέ ..... Τριολούιν Πυξ- Λαξ  : Ο καφές μου - Πόκα - έχει κρυώσει και το ράδιο ττάππον στη διαπασό, τώρα για μέρες .......... Βασίλης Παπακωνσταντίνου: Φεύγουν καρά-βια στο γυαλό και ΄γω τους γνέφω στο καλό ....... Φωτιά που ανάβει η ματιά σου hasta siempre Lemeso-οοοs ......... Kωστάκης Κωσταντίνου και πάσης Κύπρου:  Να σε πάρω στο Αφχανιστάν, μες το Κουρδιστάν, μες το Πακιστάν, στο Τουρκμενιστάν, στο Ταjικιστάν, στο Ουσπεκιστάααααν ......... Έβαλά το στην αμπούστα, γάλατά τζιαι αναράες τζιαι χαλλούμια τζιαι τυρκά .... ετάισά τα στους κάττους της γειτονιάς .... άσε που βαρκούμαι τα μάλα τες μετακομίσεις τζιαι τα συγυρίσματα, έρκουνται τζιαι τα Χ-μας τωρά ....  Χέσμας, όμως!

"Εν τζιαι η Λευκωσία καλή ρε Τριολούιν, ένταλως κάμνεις έτσι;" Κάμνω όπως θέλω εντάξει; 
Εν καλή τζιαι η Λευκωσία, όπου με πάρεις κάμνω είπα σου, αλλά έχω δικαίωμα να θρηνήσω!

Τζιαι κόρη Λεμεσός; Εμείς οι θκυό εν ετελειώσαμεν! Εννα ξανάρτω κάποτε τζιαι θα μείνω. Προς το παρών άρπα κώλο με δουλειά, να σε θωρώ να με θωρείς τζιαι πίσω στην αμπούστα!